Δυσανεξία σε συστατικά τροφών και στη λακτόζη

Πολλοί ασθενείς παραπονιούνται για συμπτώματα από το πεπτικό σύστημα, όπως κοιλιακός πόνος, μετεωρισμός ή διάρροια, τα οποία έχουν συνδέσει με συγκεκριμένα τρόφιμα και τα αποδίδουν σε αλλεργία ή δυσανεξία.

Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις του ανθρώπινου οργανισμού σε τρόφιμα μπορεί να είναι:

  1. Μεταβολικού τύπου, όπως π.χ. ανεπάρκεια στο ένζυμο λακτάση και συνακόλουθη δυσανεξία στη λακτόζη,
  2. Φαρμακολογικού τύπου, όπως π.χ. μετά από λήψη καφεΐνης,
  3. Μικροβιολογικού τύπου, δηλ. μη απορροφίσιμα ή διασπάσιμα στοιχεία από τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου,
  4. Αληθής αλλεργία (σπάνια), δηλ. ειδική ανοσιακή αντρίδραση σε συγκεκριμένα συστατικά τροφίμων και τέλος
  5. Ψυχολογικού τύπου.

Ειδικότερα για την δυσανεξία στη λακτόζη στο κέντρο ΑΔΡΙΑΝΙΟ αναλαμβάνουμε τη διάγνωση της διαταραχής, η οποία οφείλεται στην έλλειψη του ενζύμου λακτάση, η οποία υπάρχει στα κύτταρα του εντέρου. Η μερική ή ολική έλλειψη έχει ως αποτέλεσμα να μη διασπάται η ουσία λακτόζη και να ακολουθεί διάρροια, με ή χωρίς φουσκώματα και κοιλιακή δυσφορία ή άλγος. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να ομοιάσουν με αυτά άλλων παθήσεων, όπως το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου και η Κοιλιοκάκη.

Υπάρχουν 3 μορφές ανεπάρκειας του ενζύμου:

  1. Η συγγενής, δηλ. από τη γέννηση λείπει το ένζυμο, η οποία είναι σπάνια,
  2. Η επίκτητη, η οποία παρατηρείται προς το τέλος της παιδικής ηλικίας, συνήθως σε πληθυσμούς που δεν καταναλώνουν γαλακτομικά και
  3. Η δευτερογενής, η οποία είναι αποτέλεσμα φλεγμονής του εντέρου από άλλο αίτιο όπως π.χ. μετά από γαστρεντερίτιδα, κοιλιοκάκη ή ακτινοβολία.

Για ποιο λόγο παρουσιάζεται η επίκτητη ανεπάρκεια της λακτάσης και η δυσανεξία στη λακτόζη;

Με βάση τη θεωρία της επιλεκτικής επιβίωσης, πριν από περίπου 12 000 έτη περίπου, οπότε τα γαλακτομικά εισήλθαν στην ανθρώπινη διατροφή, οι πληθυσμοί που ήταν σε θέση να διασπάσουν τη λακτόζη και να την απορροφήσουν απέκτησαν πλεονέκτημα επιβίωσης. Αν εικαστεί ότι αυτοί οι πληθυσμοί μπορούσαν να δώσουν 1% περισσότερο απογόνους συγκριτικά με τους υπόλοιπους πληθυσμούς σε καθεμιά από τις 400 γενεές μέχρι σήμερα, θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε την παρούσα κατάσταση κατανομής των πληθυσμών και της συχνότητας της νόσου. Μια άλλη θεωρία πρεσβεύει ότι η συνεχιζόμενη κατανάλωση γαλακτομικών προκαλεί (επάγει) τη σύνθεση του ενζύμου λακτάση από το οργανισμό. Η απουσία λακτάσης συσχετίζεται με το γονότυπο CC της γονιδιακής θέσης στο DNA 13910 T/C.

Πώς γίνεται η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη;

Η διάγνωση μπορεί να γίνει με μεθόδους μοριακής βιολογίας, με υψηλό ωστόσο κόστος. Επίσης μπορεί να ληφθεί υλικό βιοψίας κατά την ενδοσκόπηση και να ελεγχθεί σε αυτό η παρουσία του ενζύμου. Μια άλλη μέθοδος αποτελεί η χορήγηση από το στόμα λακτόζης και κατόπιν η μέτρηση της γλυκόζης στον ορό αίματος. Η μέθοδος αυτή έχει συγκεκριμένους περιορισμούς: δεν πρέπει να υπάρχει διαταραχή στην ανοχή γλυκόζης, ενώ ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να προκύψουν σε ασθενείς με βραδεία γαστρική κένωση, σακχαρώδη διαβήτη και βακτηριακή υπερανάπτυξη.

Μια αξιόπιστη μέθοδος διάγνωσης είναι η δοκιμασία εκπνοής. Είναι μη επεμβατική και ανώδυνη. Πραγματοποιείται με τη χορήγηση λακτόζης από το στόμα. Κατόπιν και ανά ώρα (για 3 συνήθως ώρες) λαμβάνονται δείγματα αέρα κατά την εκπνοή. Τα δείγματα αυτά τοποθετούνται σε ειδική συσκευή, η οποία μετράει τα επίπεδα υδρογόνου. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης καταγράφεται η παρουσία ή απουσία συμπτωμάτων (όπως φούσκωμα και διάρροια). Ανάλογα με τα επίπεδα και την παρουσία συμπτωμάτων διαγιγνώσκεται η πάθηση. Ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα παρατηρούνται μόλις στο 1% του πληθυσμού και μετά από λήψη αντιβιοτικών.